χοιροφορώ

χοιροφορώ
-έω, ΜΑ
(για τους ιερείς, κατά τα περίστια που τελούσαν στην Αθήνα) μεταφέρω χοιρίδια για θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -φορῶ (< -φορος*), πρβλ. ὁπλο-φορώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”